- δερματουργικος
- δερματουργικόςδερμᾰτ-ουργικός3кожевенный
(θεραπεία Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θεραπεία Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δερματουργικός — ή, ό (Α δερματουργικός, ή, όν) όποιος αναφέρεται ή ανήκει στον δερματουργό* νεοελλ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δερματουργία … Dictionary of Greek
δερματουργική — δερματουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματουργικήν — δερματουργικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)